Από τη βυζαντινή Χριστούπολη στην οθωμανική Καβάλα. Η κατάληψη της πόλης και οι συνέπειες. Ιστορικά δεδομένα και ερωτηματικά.

Από τη βυζαντινή Χριστούπολη στην οθωμανική Καβάλα. Η κατάληψη της πόλης και οι συνέπειες. 




Μαρτυρίες και ερωτήματα

Η τελευταία εικοσαετία του 14ου αιώνα αποτελεί για την ιστορία της πόλης σαφή χρονική τομή. Την περίοδο αυτή η Χριστούπολις, η μεσαιωνική Καβάλα, ακολουθώντας την κοινή μοίρα του βυζαντινού ελληνισμού, πολιορκείται και καταλαμβάνεται από τους Οθωμανούς.

Για την ακριβή χρονολόγηση της οθωμανικής κατάκτησης της πόλης έχουν σωθεί διαφορετικές μαρτυρίες και έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις: Σύμφωνα με μαρτυρίες τουρκικών χρονικών του 14ου – 15ου αιώνα, η κατάληψη έχει χρονολογηθεί περί το 1382-1383.[1]

Κατά τη μαρτυρία βυζαντινού βραχέος χρονικού των αρχών του 15ου αιώνα, η άλωση της Χριστούπολης έχει προσδιοριστεί χρονικά το Σεπτέμβριο του 1390 ή το έτος 1391.[2]

Στις αντικρουόμενες αυτές αναφορές και σε άλλες μαρτυρίες έχουν βασιστεί οι εικασίες ότι η πόλη κατελήφθη αρχικά κατά τη δεκαετία του 1380 (1382-83 ή 1387),[3] αποδόθηκε ως φόρου υποτελής σε βυζαντινό ηγεμόνα και εξαιτίας της πολιτικής αυτού υπέστη νέα εισβολή και υποτάχτηκε οριστικά πλέον στους Οθωμανούς το 1390 ή 1391.[4]

Μια νέα κριτική αξιολόγηση και ερμηνεία των ήδη γνωστών μαρτυριών καταλήγει στην ακόλουθη άποψη: Η Χριστούπολη αποδυναμωμένη από τις συνεχείς επιδρομές των γαζήδων (“πολεμιστών της πίστης”), την καταστροφή της υπαίθρου, ίσως και τους μακροχρόνιους αποκλεισμούς (από το 1373-1374) συνθηκολόγησε και παραδόθηκε το 1382 ή 1383. Κατά τη μαρτυρία του τουρκικού χρονικού, ο Εβρενός μαζί με τον Λαλά Σαχίν «κυρίεψαν την Καβάλα, τη Δράμα και τη Ζίχνα, τις Σέρρες, και πήραν αυτά τα βιλαέτια ένα - ένα με συνθήκη». Η πόλη περιήλθε ως τιμάριο στη δικαιοδοσία των κατακτητών της, αποτέλεσε τμήμα της επικράτειας του Εβρενός μπέη και οι κάτοικοι υποχρεώθηκαν στην καταβολή φόρου: «Κι εφάρμοσαν σε τούτα τα μέρη αυτό που ήταν ο νόμος του μονάρχη. Έστειλαν στον κυρίαρχο αυτό που έπρεπε να στείλουν κι έδωσαν στους πολεμιστές αυτό που έπρεπε να δώσουν». 

Όμως οι κατακτημένοι αθέτησαν τους όρους της υποτέλειας. Η συμμετοχή μερίδας των Χριστουπολιτών σε στρατιωτική επιχείρηση του Μανουήλ Παλαιολόγου εναντίον του Ιωάννη Ζ΄, προστατευόμενου του σουλτάνου, επέσυρε την οργή των επικυρίαρχων και η πόλη πολιορκήθηκε εκ νέου και κυριεύτηκε το 1390 ή 1391.[5]

Το βραχύ χρονικό της αγιορείτικης μονής, η μόνη πηγή που μνημονεύει το γεγονός του 1390-1391, ιστορεί μια “βιβλική καταστροφή”: «ν ατ τ τει άλω παρά τν πίστων Μωαμεθανν Χριστώνυμος πόλις, ήγουν η Χριστούπολις κα κατεδαφίσθη κ βάθρων, ες τάχος, κα ο οκήτορες τατης διαμερίσθησαν  ν διαφόροις τόποις κα χραις. γέγονε δ τοτο τ λέθριον κακόν, διά τινων οκητόρων τησδε τς πόλεως κακως βεβιοκότων. τοσαύτη δ γέγονε φθορά κα κατάλυσις τν νοικούντων τούτων Χριστιανν ς γωγε ομαι, οα γέγονεν κπαλαι πί Ναβουχοδονόσωρ ν τ ερουσαλήμ πόλει».

Από την τελευταία αυτή μαρτυρία δημιουργούνται εύλογα ερωτηματικά: Άραγε η πόλη αντιστάθηκε επί μακρόν και μέχρι τέλους και γι’ αυτό παραδόθηκε στη μανία των κατακτητών της, όπως φαίνεται να δηλώνει ο συντάκτης του ενθυμήματος; Μήπως έπεσε κατόπιν προδοσίας ή εξαναγκάστηκε να παραδοθεί με τη μεσολάβηση κάποιων κατοίκων της, όπως θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε το «γέγονε τ κακόν διά τινων οκητόρων τς πόλεως»;

Ο προσδιορισμός «…κακώς βεβιοκότων» απηχεί τη βυζαντινή - θεοκρατική αντίληψη ότι οι κάθε είδους καταστροφές, άρα και της πόλης, οφείλονται στα ανθρώπινα ανομήματα και στην απομάκρυνση από την πίστη (κατά το γνωστό: «διά τας αμαρτίας ημών»); Υπονοεί τον προδοτικό ρόλο ορισμένων από τους κατοίκους; Αποδοκιμάζει τους παραβάτες του καθεστώτος υποτέλειας που με την αφροσύνη τους προκάλεσαν την καταστροφή της πόλης;

Ακόμη, η πόλη καταστράφηκε ολοκληρωτικά («κατεδαφίσθη εκ βάθρων εις τάχος») μετά την κατάληψή της από τους φανατισμένους πολεμιστές του Ισλάμ ή υπέστη μόνο ισχυρά πλήγματα κατά τη διάρκεια μακράς πολιορκίας;

Και η τύχη των κατοίκων;  Αποδεκατίστηκαν και πολλοί έγιναν σκλάβοι («η φθορά και η κατάλυσις των ενοικούντων τούτων Χριστιανών…»), όπως επέβαλλε το άγραφο δίκαιο του Ισλάμ για τους πληθυσμούς που προέβαλλαν ισχυρή αντίσταση και για τους κατακτημένους που αθετούσαν τους όρους υποτέλειας; Είχαν ηπιότερη μεταχείριση, σε περίπτωση δήλωσης υποταγής; Διέφυγαν και διάλεξαν το δρόμο της προσφυγιάς προς ελεύθερα μέρη, εξορίστηκαν ή μεταφέρθηκαν αλλού («διαμερίσθησαν εν διαφόροις τόποις καί χώραις»);[6]

Κατηγορηματικές απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δεν είναι δυνατό να δοθούν. Ωστόσο μία σειρά ισχυρών ενδείξεων (όπως το ισχνό πληθυσμιακό μέγεθος του οικισμού μέχρι περίπου το 1530 και η αναμφισβήτητη καταστροφή των οχυρώσεων της πόλης) μας επιτρέπει να καταλήξουμε σε ορισμένες βάσιμες παραδοχές: η Χριστούπολη κατελήφθη διά της βίας, υπέστη εκτεταμένες καταστροφές και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της την εγκατέλειψε ή οδηγήθηκε στην αιχμαλωσία.

Από τα τέλη του 14ου αιώνα η πόλη εισέρχεται σε μια μακρά περίοδο παρακμής, κατά την οποία εμφανίζει έντονα τα συμπτώματα του τέλματος, της πλήρους εγκατάλειψης, ίσως και της ερήμωσης.  Για το διάστημα αυτό του ενάμισι αιώνα, από την επομένη της κατάληψης μέχρι περίπου το 1530, εγείρονται επίσης εύλογα ερωτήματα: Αν ερημώθηκε η πόλη, όπως μαρτυρεί το βραχύ χρονικό, για πόσον καιρό έμεινε ακατοίκητη; Πότε άρχισε να κατοικείται και πάλι ο χώρος της χερσονήσου, ποιοι ήταν και από πού προέρχονταν οι νέοι κάτοικοί της και υπό ποιες συνθήκες έγινε η εγκατάστασή τους;

Οι λίγες διαθέσιμες πηγές της εποχής δε δίνουν σαφείς απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα, ορισμένες μάλιστα δημιουργούν και σύγχυση με τις αντικρουόμενες μαρτυρίες τους. Παραθέτουμε τις σχετικές πληροφορίες κατά τη χρονική τους αλληλουχία.

Στις αρχές του 1425 οι Οθωμανοί οικοδομούν τα «νέα τείχη» στη μισοερειπωμένη βυζαντινή ακρόπολη. Τέσσερις μήνες αργότερα το κάστρο καταλαμβάνεται από τους Βενετούς (Ιούλ. 1425). Ο πλοίαρχος Pietro Zen, που περιγράφει αναλυτικά τον επίμαχο χώρο και τη σφοδρή σύγκρουση, μας παραδίδει την εικόνα ενός τουρκικού στρατοπέδου κι όχι ενός κατοικημένου τόπου.[7]

Το 1433 περνά από εδώ ο Γάλλος διπλωμάτης Betrandon de la Broquière και σημειώνει ότι η πόλη είναι κατεστραμμένη, ένα μέρος από τα τείχη της έχει γκρεμιστεί και είναι ακατοίκητη.[8] Κι όμως οθωμανικό κατάστιχο του 1450, που κάνει λόγο για τον «ιμάμη της Καβάλας»,[9] μπορεί να υποδηλώνει την ύπαρξη κάποιου μουσουλμανικού πληθυσμού στο χώρο αυτό.

Το 1470 ο G.M.D. Angiolello, που οδηγείται αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη, μαρτυρεί ότι η περιοχή της Καβάλας είναι εντελώς έρημη. Τονίζει μάλιστα ότι ο τόπος αποτελεί κρησφύγετο για «κουρσάρους», που επιτίθενται και ληστεύουν τους περαστικούς.[10] Τη μαρτυρία του ενετού λοχαγού αντικρούει όμως οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο του 1478/9, που αναφέρεται ρητά στον πληθυσμό της πόλης.[11]

Από βενετσιάνικο έγγραφο του 1519 έχουμε την πληροφορία ότι ο σουλτάνος πέρασε από ένα έρημο και επικίνδυνο μέρος που ονομάζεται Καβάλα, όπου μάλιστα λίγο έλειψε να συλληφθεί αιχμάλωτος από πειρατές.[12] Ωστόσο την ίδια χρονιά διενεργείται στην Καβάλα απογραφή πληθυσμού για φορολογικούς σκοπούς.[13]

Ανάλογη φορολογική καταγραφή του 1528 μας πληροφορεί για τον πληθυσμό της πόλης.[14] Κι όμως το 1533 σε φυλλάδιο χριστιανού από την Κωνσταντινούπολη αναφέρεται η «Crysopolo… πόλις εις τον κόλπον, εις το όρος το καλούμενον la Cavalla, καταστραφείσα κάποτε…».[15]

Τέλος, ο Γάλλος περιηγητής P. Belon, που επισκέπτεται την πόλη στα 1547, σημειώνει ότι δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που η Καβάλα ήταν έρημη και εντελώς κατεστραμμένη και ότι οι πρώτοι νέοι κάτοικοί της ήταν Εβραίοι από την Ουγγαρία, τους οποίους μετέφεραν οι Τούρκοι «μετά τον ουγγροτουρκικό πόλεμο» (μάλλον τη νικηφόρα μάχη του Μοχάτς, 1526).[16]

Είναι φανερή η διάσταση ανάμεσα στις δυτικής προέλευσης μαρτυρίες και στα στοιχεία από οθωμανικές αρχειακές πηγές. Σύμφωνα με τις πρώτες,  - πηγές που ελέγχονται γενικά για την αξιοπιστία τους ή έστω για την ακρίβεια των συγκεκριμένων πληροφοριών τους - η πόλη έμεινε έρημη για περίπου 140 χρόνια (από τα τέλη του 14ου αιώνα μέχρι περίπου το 1530).[17] Σύμφωνα με τα δεύτερα, στοιχεία αδιαμφισβήτητης εγκυρότητας, στη χερσόνησο της Καβάλας υπήρχαν εστίες οργανωμένης ζωής οπωσδήποτε κατά το τελευταίο τέταρτο του 15ου αιώνα, ίσως και πολύ νωρίτερα.

Δημογραφικά στοιχεία και εικασίες

Τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν μας επιτρέπουν να σκιαγραφήσουμε (με πολλές όμως επιφυλάξεις) την ιστορική πορεία της Χριστούπολης / Καβάλας μέχρι τις αρχές του 16ου αιώνα, περίπου το 1530. [18]

Η περίοδος μέχρι το 1425 παραμένει «σκοτεινή». Η μόνη πληροφορία μας είναι ότι το 1395 η μητρόπολη της Χριστούπολης καταργείται και η επαρχία της παραχωρείται ως εξαρχία στον επίσκοπο της Ελευθερούπολης.[19] Η εξέλιξη αυτή συνδέεται αναμφίβολα με τη μεγάλη μείωση του χριστιανικού πληθυσμού της μητροπολιτικής έδρας, ίσως και με την ερήμωσή της. Ακόμη όμως κι αν δεχθούμε την τελευταία εκδοχή, δεν γνωρίζουμε αν υπήρξε μια μεγάλη ασυνέχεια στη ζωή της πόλης ή αν οι κάτοικοι της Χριστούπολης επανήλθαν σύντομα στην πόλη τους και συνέχισαν τη ζωή τους ή εγκαταστάθηκαν έποικοι από άλλα μέρη.

Tα γεγονότα όμως του 1425 μας επιτρέπουν ορισμένες εικασίες. Υπενθυμίζουμε ότι τον Απρίλιο του 1425 οι Οθωμανοί ανοικοδομούν το κάστρο της  Καβάλας, το οποίο λίγο αργότερα καταλαμβάνεται από τους Βενετούς. Οι προσωρινοί κάτοχοι της χερσονήσου θεωρούσαν πολύ πιθανή την αντίδραση των Τούρκων, λόγω της μεγάλης στρατηγικής σημασίας της: «Η Χριστόπολις -πίστευαν- είναι θέσις καλλιτέρα της Θεσσαλονίκης και ισχυροτέρα της Καλλιπόλεως». Οι φόβοι τους επαληθεύτηκαν ένα μήνα αργότερα, όταν οι Τούρκοι αντεπετέθηκαν με στράτευμα 10 - 12 χιλιάδων ανδρών (!) και ανακατέλαβαν την ακρόπολη.[20]

Μετά απ’ όλα αυτά φαίνεται μάλλον παράλογη η μαρτυρία ότι οι Οθωμανοί εγκατέλειψαν το κάστρο εντελώς αφύλακτο και έρημο, όπως επιμένουν οι δυτικές πηγές. Η ύπαρξη μιας στρατιωτικής δύναμης (τουλάχιστον από το έτος 1425) στο καίριο αυτό σημείο του οδικού άξονα της Εγνατίας, φαντάζει αναγκαία: για την αντιμετώπιση των ληστών και των πειρατών που λυμαίνονταν αυτά τα μέρη, για την ανάπτυξη των τουρκικών δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή, για τη διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων, άρα και την εξασφάλιση εσόδων, και για την επιτήρηση των κινήσεων του βενετσιάνικου στόλου.

Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, η παρουσία της στρατιωτικής δύναμης αποκαθιστά κάπως το αίσθημα ασφάλειας έναντι των επιδρομέων (ληστών ή πειρατών) και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για κατοίκηση στην παράλια θέση. Άλλωστε ορισμένες επαγγελματικές ομάδες, λ.χ. γεωργοί, κτηνοτρόφοι, ψαράδες, κτίστες, τεχνίτες κ.ά., ήταν πλέον απαραίτητες για την τροφοδοσία και τις βοηθητικές εργασίες του στρατοπέδου. Μπορούμε λοιπόν να εικάσουμε ότι σταδιακά, ίσως και πριν από τα μέσα του 15ου αιώνα, αρχίζουν να εγκαθίστανται στη χερσόνησο της Καβάλας οι πρώτοι νέοι κάτοικοί της: Μουσουλμάνοι που είχαν εποικίσει τις γειτονικές περιοχές ή που ήρθαν εδώ απευθείας από τη Μ. Ασία, κυρίως όμως χριστιανοί που διαβιούσαν στα γύρω μέρη. Οι τελευταίοι, ίσως παλιοί κάτοικοι της Χριστούπολης ή παιδιά και εγγόνια εκείνων, είναι πιθανό να διατηρούσαν τους δεσμούς τους με τη γενέθλια γη και συχνά να κατέβαιναν σ’ αυτήν (π.χ. για να ψαρέψουν), όταν ένιωθαν ασφαλείς. Την επιστροφή τους στην γη των πατέρων τους συντηρούσαν όχι μόνο οι αναμνήσεις και η συλλογική μνήμη αλλά και οι ελπίδες για βελτίωση των συνθηκών ζωής στη μισοερειπωμένη ακόμη πόλη.

Σαφείς μαρτυρίες για την κατοικημένη πόλη Καβάλα έχουμε μόνο κατά το τελευταίο τέταρτο του 15ου αιώνα.

Το 1478/9, σύμφωνα με το φορολογικό κατάστιχο που προαναφέραμε, η Καβάλα  κατοικείται από 12 φορολογούμενες μουσουλμανικές οικογένειες (χανέδες, εστίες), 75 μη μουσουλμανικές, 8 χήρες  επικεφαλής νοικοκυριών και 8 φορολογούμενους άγαμους, επίσης μη μουσουλμάνους.[21] Ο συνολικός πληθυσμός της ανέρχεται σε 400 - 450 άτομα,[22] με τους χριστιανούς να αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα (πάνω από 85%).

Σαράντα χρόνια αργότερα ο πληθυσμός του οικισμού εμφανίζεται στάσιμος. Το 1519 απογράφονται εδώ 22 μουσουλμανικές, 61 μη μουσουλμανικές φορολογούμενες οικογένειες, 10 χήρες με δικό τους νοικοκυριό και 2 άγαμοι.[23] Σε σύνολο 380 - 420 ατόμων οι χριστιανοί είναι σχεδόν τριπλάσιοι των μουσουλμάνων.

Το 1528, σε παρόμοια φορολογική καταγραφή, η Καβάλα φαίνεται να κατοικείται από 47 φορολογούμενες οικογένειες, 31 χριστιανικές και 16 μουσουλμανικές.[24] Οι χριστιανοί είναι ακόμη πλειονότητα: διπλάσιοι των μουσουλμάνων στο σύνολο των περίπου 240 κατοίκων του οικισμού.

Κατά το πρώτο αυτό διάστημα, μέχρι περίπου το 1530, η Καβάλα είναι ουσιαστικά ένα κάστρο με αποκλειστικά στρατιωτικό χαρακτήρα και στη συνέχεια μια ασήμαντη πολίχνη με στοιχειώδεις λειτουργίες. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης: Σύμφωνα με τη φορολογική καταγραφή του 1478/9, η Καβάλα έχει 89 χανέδες (φορολογήσιμα νοικοκυριά), ενώ η Δράμα 273 και οι Σέρρες 1.007. Στα 1519, τότε που στην Καβάλα απογράφονται 83 χανέδες, η Δράμα εμφανίζει 269, το Σιδηρόκαστρο 387, η Ζίχνη 706, οι Σέρρες 1.283 και ο Θεολόγος της Θάσου 230 χανέδες![25] 

Μέχρι τότε κανένα έργο υποδομής δε φαίνεται να έχει γίνει στην πόλη, οι πλουτοπαραγωγικές της πηγές μένουν αναξιοποίητες, η οικονομική ζωή είναι υποτυπώδης και οι δυνατότητες απασχόλησης των κατοίκων ελάχιστες. Επιπλέον κατά την περίοδο αυτή η Καβάλα -πέρασμα στην Εγνατία οδό- υφίσταται τις συνέπειες της συχνής διέλευσης τουρκικών στρατευμάτων, που έπρεπε να ικανοποιήσουν εδώ ανάγκες συντήρησης, εφοδιασμού κ.ά., υποφέρει από τις αλλεπάλληλες επιδρομές πειρατών, που χρησιμοποιούσαν το φυσικό λιμάνι της ως τόπο ανεφοδιασμού, και αναστατώνεται από τις συνεχείς μετακινήσεις μουσουλμάνων εποίκων στην περιοχή.[26] 

Η οικονομική δυσπραγία, η ανασφάλεια και οι δύσκολες συνθήκες ζωής (λ.χ. δυσκολία πρόσβασης σε πόσιμο νερό, αφού το υδραγωγείο ήταν κατεστραμμένο) αναγκάζουν πολλούς κατοίκους να αναζητήσουν αλλού την τύχη τους. Αυτό δείχνει πιθανότατα η μεγάλη μείωση του πληθυσμού που παρατηρείται μετά το 1520. Για την ερμηνεία της δημογραφικής συρρίκνωσης πρέπει να σημειώσουμε και το εξής: Το κατάστιχο του 1528 δεν αναφέρει φρουρά στο κάστρο. Αν δεν πρόκειται για παράλειψη, αλλά για προσωρινή απόσυρσή της, τότε εξηγείται ευκολότερα και η θεαματική μείωση του αριθμού των κατοίκων, αφού αυξανόταν ο κίνδυνος από επιθέσεις ληστών και πειρατών.[27]

Μέχρι περίπου το 1530 στο χώρο της χερσονήσου πρέπει να είναι ορατά τα ίχνη της εγκατάλειψης και της καταστροφής που προηγήθηκε. Έτσι πιθανότατα εξηγείται γιατί οι περαστικοί ξένοι του δεύτερου μισού του 14ου αι. και των αρχών του 15ου σχημάτιζαν την εντύπωση του έρημου και εγκαταλειμμένου τόπου. Πρέπει βέβαια να σημειώσουμε ότι η εικόνα που παρουσίαζε τότε η Καβάλα δε συμβάδιζε με τη δυτική αντίληψη για την «πόλη».[28] Πόλη, σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα, ήταν ένας πυκνοκατοικημένος χώρος με αρκετό πληθυσμό, πολεοδομική οργάνωση, υψηλές οχυρώσεις, δημόσια κτίρια, ζωτική οικονομία, αγορά κλπ. Δεν πρέπει ωστόσο να αγνοήσουμε και μία άλλη εξήγηση, πολύ απλούστερη: Ήταν πολύ φυσικό οι κάτοικοι του οικισμού να τον εγκαταλείπουν προσωρινά και να αναζητούν ασφάλεια σε παρακείμενα υψώματα, κάθε φορά που ένιωθαν να απειλούνται από τα διερχόμενα στρατεύματα, τα άγνωστα καραβάνια ή τα πειρατικά πλοία.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Βλ. Ελ. Ζαχαριάδου, Ιστορία και Θρύλοι των Παλαιών Σουλτάνων (1330-1400), ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999, σ. 206, όπου απόσπασμα από το χρονικό του Γιαχσή Φακίχ του 14ου αι., που έχει σωθεί ενσωματωμένο στο χρονικό του Ασήκ Πασάζαντε του 15ου αιώνα (το απόσπασμα παρατίθεται στη συνέχεια). Για τη χρονολόγηση, I. Beldiceanu-SteinerJ. Giannopoulos, «Kawala», Encyclopédie de lIslam, τ. 4, Leiden 1978, σ. 776· Ζαχαριάδου, ό.π., σ. 204, σημ. 241· Α. Βακαλόπουλου, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 35, 38 (όμως ο συγγραφέας πιθανολογεί ότι κατελήφθη η Παλιά Καβάλα). Επίσης Κ. Μουστάκα, «Από τη βυζαντινή Χριστούπολη στη νεοελληνική Καβάλα: διερεύνηση της ιστορίας της πόλεως κατά τη "σκοτεινή περίοδο'' από τα τέλη του 14ου έως τα μέσα του 16ου αιώνα, Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου του ΙΛΑΚ, Η Καβάλα και τα Βαλκάνια, Καβάλα 2004, σ. 243-260

[2] P. Schreiner, Die Byzantinichen Kleinchroniken (CFHB, XII), τ. 1, Βιέννη 1975, σ. 683, τ. 2, Βιέννη 1977, σ. 343-344. Πρβλ. Σπ. Λάμπρου, «Ενθυμήσεων, ήτοι χρονικών σημειωμάτων συλλογή πρώτη» Νέος Ελληνομνήμων 7 (1910) 148 (αρ. 86), Κ. Χιόνη, Ιστορία της Καβάλας, Καβάλα 1968, σ. 60-61. Το βραχύ χρονικό παρατίθεται στη συνέχεια.

[3] Η άποψη ότι η πόλη κατελήφθη το 1387 (βλ. R. Loenertz, “Pour l’ histoire du Peloponèse  au XIVe siècle”, Ėtudes Byzantines 1 (1943) 167 και P. Lemerle, Philippes et la Macédoine Orientale à l’ époque chretienne et byzantine, Paris 1945, σ. 218-219) οφείλεται σε παρερμηνεία: Το βούλευμα της βενετικής συγκλήτου (βλ. Κ. Χιόνη, ό.π., σ. 59-60) αναφέρει ότι η Χριστούπολη βρισκόταν ήδη υπό κατοχή το 1387 κι όχι ότι κατελήφθη τότε.  

[4] Schreiner, ό.π., τ. 2, σ. 344· Lemerle, ό.π., σ. 218-219· Χιόνη, ό.π., σ. 59-61. à

[5] Η άποψη αυτή τεκμηριώνεται στην εξαιρετική μελέτη της Π. Κατσώνη, “Οθωμανικές κατακτήσεις στη βυζαντινή Μακεδονία. Η περίπτωση της Χριστούπολις (Καβάλα)”, Βυζαντινά, 23 (2002-2003) 181-208.

[6] Για τις αρχές του «ιερού πολέμου» των μουσουλμάνων και την τύχη πόλεων και κατοίκων σε περιπτώσεις αντίστασης, αμαχητί παράδοσης και παράδοσης μετά από αποκλεισμό, Ζαχαριάδου, ό.π., σ. 101-111. Για τις συνέπειες της αθέτησης των όρων υποτέλειας σε κατακτημένα εδάφη, Κατσώνη, ό.π., σε. 206-208.

[7] Κ.Δ. Μέρτζιου, Μνημεία Μακεδονικής Ιστορίας, έκδ. Ε.Μ.Σ., Θεσσαλονίκη 1947, σ. 26 (στο εξής: Μέρτζιου, Μνημεία).    

[8] Bertrandon de la Broquière, Voyage d’ outre mer et retour de Jérusalem en France, Paris 1892, σ. 571.

[9] N. TodorovA. Nedkov, Turski izvori za bãlgarskata istorija, serija XV-XVI. Fontes Turcici Historiae Bulgaricae, Series XV-XVI, τ. 2, Σόφια 1966, σ. 424-425. Αντιρρήσεις του Β. Δημητριάδη, Balkan Studies 8 (1967) 212.

[10] Μέρτζιου, Μνημεία, σ. 203.

[11] I. Beldiceanu-Steiner – J. Giannopoulos, «Kawala», Encyclopédie de l’ Islam, τ. 4, Leiden 1978, σ. 776· M. Sokoloski, «Aperçu sur l’ évolution de certaines villes plus importantes de la partie méridionale des Balkans au XVe et au XVIe siècles», Association Internationale d’ ’Etudes du Sud-Est Européen, Bulletin XII/1 (Βουκουρέστι 1974) 85 (στο εξής: Sokoloski, «Aperçu»).

[12] Μέρτζιου, Μνημεία, σ. 117.

[13] T. Gögbilgin, «Kanunî Sultan Süleyman Devri başlarinda Rumeli eyaleti livaları, şehir ve kasabaları» (Οι λιβάδες, οι πόλεις και οι κωμοπόλεις του εγιαλετιού της Ρούμελης της εποχής του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Νομοθέτη) Belleten 20 (Άγκυρα 1956) 265 (στο εξής: Gögbilgin, «Kanunî Sultan Süleyman»)· Kiel, «Ottoman Building Activity along the Via Egnatia. The Cases of Pazargah, Kavala and Ferecik», Πρακτικά Συμποσίου The Via Egnatia under Ottoman Rule 1380-169, Ρέθυμνο 1996, σ. 150-151 (στο εξής: Kiel, «Ottoman Building Activity…»).  

[14] Kiel, «Ottoman Building Activity», σ. 151·  Δ. Μ. Καρύδη, «Πόλη και χωριό στη Ελλάδα των 15ου – 16ου αι.», στο τεύχος «Η μεσαιωνική πόλη» Ελευθεροτυπία – Ιστορικά 118 (17-1-2002) 47. Ο κ. Δημήτρης Καρύδης, καθηγητής του Ε.Μ.Π., Τμήματος Αρχιτεκτόνων, μας έδωσε διευκρινίσεις και πρόσθετες πληροφορίες για την Καβάλα (προερχόμενες από τις οθωμανικές αρχειακές πηγές του 1528 και 1569), προϊόν έρευνας δικής του και του κ. Machiel Kiel. Τους ευχαριστούμε θερμά.

[15] Μέρτζιου, Μνημεία, σ. 144.

[16] P. Belon, Les observations de plusieurs singularitez et choses mémorables…, Paris 1553, σ. 59 (στο εξής: Belon, Les observations).

[17] Την εκδοχή αυτή υποστήριζε με επιφυλάξεις και η προ 30ετίας γενική και τοπική ιστοριογραφία μας (πριν από τη δημοσίευση των οθωμανικών αρχειακών πηγών του 16ου αι.). Ενδεικτικά, Βακαλόπουλου, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, σ. 117, 140· Κ. Χιόνη, Ιστορία της Καβάλας, σ. 60-68.

[18] Αναλυτική εξέταση του θέματος, Αιμ. Στεφανίδου, Η πόλη - λιμάνι της Καβάλας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας (1391-1912). Πολεοδομική διερεύνηση, διδακτορική διατριβή, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Πολυτεχνικής Σχολής Α.Π.Θ., έκδοση φωτοαντιγραφική, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 21-44 (στο εξής: Στεφανίδου, Η πόλη – λιμάνι). Με την ολοκληρωμένη και επιστημονικά άρτια εργασία της Αιμ. Στεφανίδου έχει στοιχειοθετηθεί με τρόπο σχεδόν οριστικό (παρά τις όποιες επιφυλάξεις ή αντιρρήσεις μπορεί να έχει κανείς για επιμέρους θέματα) η ταυτότητα της Καβάλας κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.  

[19] Στεφανίδου, Η πόληλιμάνι, σ. 25· Χιόνη, Ιστορία της Καβάλας, σ. 58.

[20] Μέρτζιου, Μνημεία, σ. 26-28.

[21] Beldiceanu-Steiner – Giannopoulos, «Kawala», σ. 776· Sokoloski, «Aperçu», σ. 85.

[22] Ο οικογενειακός συντελεστής υπολογίζεται για τα χρόνια της τουρκοκρατίας από 4,1 μέχρι 5,5. Διάφορες απόψεις, Στεφανίδου, Η πόληλιμάνι, σ. 29-30· Δ. Ν. Καρύδη - Μ. Kiel, Μυτιλήνης αστυγραφία και Λέσβου χωρογραφία (15ος-19ος αι.), Αθήνα 2000, σ. 34· Δ. Καρύδη, Χωρο-γραφία Νεωτερική ή λόγος για τη συγκρότηση και εξέλιξη των ελληνικών πόλεων από το 15ο στον 19ο αι., Αθήνα 2000, σ. 200 (στο εξής: Καρύδη, Χωρο-γραφία Νεωτερική). Εδώ για να μετατρέψουμε τον αριθμό των οικογενειών σε αριθμό κατοίκων (ώστε να έχουμε απλώς ενδεικτικά πληθυσμιακά μεγέθη) χρησιμοποιούμε το συντελεστή 5.

[23] Gögbilgin, «Kanunî Sultan Süleyman», σ. 265· Kiel, «Ottoman Building Activity», σ. 150-151. 

[24] Kiel, «Ottoman Building Activity», σ. 151· Καρύδη, «Πόλη και χωριό στη Ελλάδα των 15ου – 16ου αι.», σ. 47.   

[25] Ο Ν. Τοντόρωφ, Η Βαλκανική πόλη του 15ου -19ου αι., μτφρ. Έ. Αβδελά – Γ. Παπαγεωργίου, Αθήνα 1986, σ. 57-60 (στο εξής: Τοντόρωφ, Η Βαλκανική πόλη), κατατάσσει ένα μεγάλο αριθμό βαλκανικών πόλεων του 15ου και 16ου αι. σε τέσσερις κατηγορίες. Στην τελευταία (των μικρών πόλεων) περιλαμβάνει όσες έχουν μέχρι 400 χανέδες (φορολογήσιμα νοικοκυριά) και σημειώνει ότι απ’ αυτές ελάχιστες έχουν κάτω από 100 χανέδες (η Καβάλα είχε 83 το 1519 και 47 το 1528). Για τα στοιχεία του 1478/9, βλ. Sokoloski, «Aperçu», σ. 85, για τα αντίστοιχα του 1519,  Gögbilgin, «Kanunî Sultan Süleyman», σ. 265-266. Για το Θεολόγο της Θάσου, Καρύδη – Kiel, Μυτιλήνης αστυγραφία…, σ. 179. 

[26] Kiel, «Ottoman Building Activity», σ. 150-151. Σχετικές μαρτυρίες, Μέρτζιου, Μνημεία, σ. 105-106, 117, 203-204.

[27] Η μείωση του πληθυσμού έχει αποδοθεί επιπλέον και στην έξαρση της πειρατείας και στην πολυετή ξηρασία (Kiel, «Ottoman Building Activity», σ. 150-151).

[28] Για τα χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής πόλης, βλ. στο τεύχος «Η μεσαιωνική πόλη», Ελευθεροτυπία – Ιστορικά 118 (17-1-2002). Για τις διαφορές ευρωπαϊκών – βαλκανικών πόλεων και τις τότε εντυπώσεις των δυτικών από τις δεύτερες, Τοντόρωφ, Η Βαλκανική πόλη, σ. 63-65.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου