Όψεις της κοινοτικής ζωής στην Καβάλα του 19ου - αρχών 20ού αιώνα: Τα γηρατειά, ο θάνατος και η διαθήκη



Όψεις της κοινοτικής ζωής στην Καβάλα του 19ου - αρχών 20ού αιώνα: Τα γηρατειά, ο θάνατος και η διαθήκη*





Την εποχή που ιστορούμε για λίγους έγραφε η μοίρα να φτάσουν στα γεράματα. Ο θάνατος καραδοκούσε συνήθως πιο νωρίς. Κι ήταν πιο αποτρόπαιος, όταν έκοβε το νήμα της ζωής στα πρώτα βήματά της ή στα ωραιότερα χρόνια της. «Ἡ πλάξ αὕτη καλύπτει ἄνθος ἀρτίως μαρανθέν, νεάνιδα, παρθένον εἰκοσιδιετῆ, τήν Φραντζεσκούλαν Μ. Φοσκόλου ἐκ Σμύρνης, ἀποθανοῦσαν τήν 1ην Νοεμβρίου 1852». Και στα γαλλικά: «Τελευταία μαρτυρία αγάπης απ’ την οικογένειά της που θρηνεί. Εδώ αναπαύεται η Françoise M. Foscolo, που πέθανε την 1η Νοεμβρίου 1852 στην ηλικία των 22 ετών. Προσευχηθείτε γι’ αυτήν».[1]

Η μαρμάρινη αυτή επιτύμβια πλάκα[2] είναι το μόνο επιτάφιο μνημείο, από εκείνα τα χρόνια, που απαθανατίζει τον αβάσταχτο πόνο για την απώλεια του παιδιού. Γεγονός όχι σπάνιο στις παλιές κοινωνίες, τις ανήμπορες απέναντι στην αρρώστια.

«Ὁ θάνατος εἶναι ζωή, χαράς τούς πεθαμένους
καί ἡ ζωή ’ναι θάνατος για τούς χαροκαημένους.
Δέξου γλυκό καμάρι μου, τό ὑστερνό φιλί μου,
αχ! νά μποροῦσες νά ’παιρνες μαζί και τήν ψυχή μου».

Ποιητής Ι. Κωνσταντινίδης
Η μοίρα θέλησε για τον ποιητή Ιωάννη Κωνσταντινίδη να διαβάσει πολλές φορές τέτοιους σπαρακτικούς στίχους του πάνω στον τάφο των αγαπημένων των: της πρώτης γυναίκας του, που την έχασε από φυματίωση στα 20 της χρόνια, και των πέντε (από τα οκτώ) μικρών παιδιών του.[3]

Μια ιδέα για τη θνησιμότητα κατά την εποχή αυτή μπορούμε να πάρουμε από πληροφορίες διάσπαρτες στους κώδικες της ελληνικής κοινότητας. Σαφέστερη εικόνα μας δίνουν τα «Βιβλία Θανάτων» των εκκλησιών, όπως του Ιερού Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (της Παναγίας), που όμως διατηρούνται από το 1921. Από τους 148 θανάτους που καταγράφονται στην ενορία της Παναγίας το 1921, οι 39 σημειώνονται σε ηλικία μικρότερη των 2 ετών (ποσοστό πάνω από 26%!), οι 72 σε ηλικίες 2-50 ετών (48,5%), οι 28 σε ηλικίες 50-70 ετών (19%) και μόνον οι 9 σε ηλικία μεγαλύτερη των 70 ετών (ποσοστό 6%)! 

Θνησιμότητα μεγαλύτερη ακόμη κι απ’ τη βρεφική - παιδική, παρουσιάζουν οι γυναίκες κατά την ηλικία της τεκνοποίησης: Πάνω από 35% των γυναικών πεθαίνουν μεταξύ 18-40 χρόνων! Ο μέσος όρος ζωής, όπως εξάγεται από τις 148 αυτές περιπτώσεις, ήταν 31 έτη! (35 έτη το 1926, 42 το 1933 κλπ.).[4]
 
Στο σημείο αυτό πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι λόγω του μικροκλίματος της περιοχής η Καβάλα «παρουσιάζει κλίμα εξαιρετικώς επίφοβον διά τους ασθενείς οργανισμούς», όπως έγραφε στις αρχές του 20ού αι. ο στρατιωτικός γιατρός Α. Τσακαλώτος. Πολλοί προσβάλλονται από «διαλείποντας πυρετούς» ή από «τούς ἐνταῦθα ἐπιπολάζοντας περιοδικούς πυρετούς», κατά τις συνήθεις εκφράσεις της εποχής και οι ιατροί συνιστούν "αλλαγή κλίματος" ή "αλλαγή αέρων". Το πρόβλημα έπαιρνε συχνά διαστάσεις επιδημίας, όπως λ.χ. το 1899, που τα σχολεία διέκοψαν τη λειτουργία τους «ἐπ’ ἀόριστον ἕνεκα τῆς ἐπιπολαζούσης ἐπιδημικῆς νόσου» και απολυμάνθηκαν. Το 1890-1892 "βασιλεύει η γρίπη", με αρκετά θύματα, το 1908 επιδημία σκαρλατίνας (οστρακιάς) προκάλεσε μέσα σε λίγες μέρες το θάνατο αρκετών παιδιών κ.ά. Βέβαια η επάρατη νόσος της εποχής ήταν η φυματίωση. Σ’ αυτήν οφείλονταν οι 20% των θανάτων στις αρχές του 20ού αιώνα (π.χ. οι 148 από τους 709 καταγεγραμμένους του 1915). Από τις υπόλοιπες ασθένειες, αυτές που προκαλούσαν τους περισσότερους θανάτους ήταν, κατά σειρά, η δυσεντερία, η γρίπη, η ευλογιά, ο τύφος, η ελονοσία και η μηνιγγίτιδα. [5] 

Όσο ο άνθρωπος βαδίζει προς το τέλος της ζωής του, τόσο συμφιλιώνεται με την ιδέα του αναπότρεπτου και προετοιμάζεται γι’ αυτό. Θέλει να εξασφαλίσει τη συγχώρεση για κάθε ανθρώπινη αμαρτία του: με τη δική του συγγνώμη προς τους άλλους, με εξομολόγηση, ελεημοσύνες και ευεργεσίες. Ζητά επίσης από τους ζωντανούς να μην παραλείψουν το χρέος τους απέναντί του: το θρήνο, την κηδεία, τα μνημόσυνα. Μόνο έτσι η ψυχή του θα είναι γαλήνια στον άλλο κόσμο. 

Διαβάζουμε στη διαθήκη της Σουλτάνας Ν. Αγαπητού (1869): «Καί πρῶτον ἀφίημι πᾶσι τοῖς ἀδελφοῖς μου χριστιανοῖς καί αὐτοῖς τοῖς μισοῦσι καί ἀδικήσασι, τήν ἀπό καρδίας συγχώρησιν, ἐκζητοῦσα κἀγώ αὐτήν παρ’ αὐτῶν». Η Σταμάτα Πατρικίου (1874) ζητά από τα θετά παιδιά της «ὁπότε  ἐπέλθῃ ἡ ἄφευκτος τελευτή, νά τελῶσι δι’ ἰδίων ἐξόδων τήν κηδείαν καί τά λοιπά ὑπό τῆς ἐκκλησίας νενομισμένα μνημόσυνα». Και η  Αφροδίτη Γ. Πολίτου (1876) δεσμεύει τα ανήψια της να κάνουν «μετά τόν θάνατόν της τά κατά δύναμίν των μνημόσυνά της καί τούς προσδιορισμένους κηρούς τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν ἐκκλησίας».

Η παλιά εκκλησία της Παναγίας
Η διαθήκη αποτελούσε βασικό μέλημα του ανθρώπου. Μ’ αυτήν εκπλήρωνε τις όποιες εν ζωή υποχρεώσεις του, ρύθμιζε τις εκκρεμότητές του και φρόντιζε να μην ανακύψουν «φιλονικίες και έριδες» μετά το θάνατό του. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα οι διαθήκες έχουν ποικίλες μορφές, πιθανόν αυτές που είχαν παγιωθεί στον τόπο προέλευσης του καθενός ή του συντάκτη τους. 

Κατά κανόνα αρχίζουν με φράσεις από εκκλησιαστικά κείμενα: «Εν ονόματι της Αγίας και Ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος, του ενός και μόνο Θεού. Επειδή ο πρωτόπλαστος Αδάμ [...] εξέπεσεν της αθανασίας [...] ου μόνον θνητοί εξ αθανάτων γεγόναμεν, αλλά και εις θάνατον παραδιδόμεθα εν ημέρα η ου προσδοκώμεν και εν ώρα η ου γιγνώσκομεν, ανάγκη πάσα έκαστον των Χριστιανών διαθέτειν τα της περιουσίας αυτού νομίμως. Διό και ο Κύριος ημών [...] παραγγέλει τω βασιλεί Εζεκία λέγων: "Τάξον περί του οίκου σου. Αποθνήσκεις γαρ συ και ου ζήση"».  

Από τα τέλη του 19ου αιώνα οι διαθήκες έχουν την τυπική μορφή συμβολαιογραφικού κειμένου. Προηγείται το πρακτικό: «Σήμερον τῇ 27η Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1906… κατά πρόσκλησιν τῆς κ. Αἰκατερίνης Σωτηρίου, τό γένος Στεργίου Μπαχτσιαβαντζῆ, ὑπηκόου ὀθωμανῆς, κατοίκου Καβάλλας καί τά οἰκιακά ἐπαγγελομένης… μετέβην εἰς τήν ἐν τῇ συνοικίᾳ “Μαχαλᾷ” τῆς ἐνορίας τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου κειμένην οἰκίαν της καί εὗρον αὐτήν καθημένην… ἐπί παρουσίᾳ καί τῶν κάτωθι ὑποφαινομένων καί ἐπί τούτῳ ὑπ' αὐτῆς προσκληθέντων μαρτύρων κ.κ. Δημ. Φέσσα, Χρήστου Βλαχογιάννη, Χρήστου Τζιάτα, Μιχαήλ Γοργία, ἐμπόρων, Κων/νου Θεοδώρου, ὑπαλλήλου, Νικ. Γεωργιάδου, ὡρολογοποιοῦ καί Δημ. Δημητριάδου, καπνεργάτου, ἁπάντων ὑπηκόων ὀθωμανῶν, κατοίκων Καβάλλας… Ἠρώτησα δέ αὐτήν… μοί ἀπήντησεν δέ τά ἑξῆς, ἅτινα καί αντιγράφω…».

Ακολουθεί το κείμενο της διαθήκης. Η έκταση του εξαρτάται από το είδος και το πλήθος των κληροδοτούμενων πραγμάτων, τον τρόπο καταγραφής τους, αναλυτικό ή συγκεντρωτικό, και τον αριθμό των κληρονόμων. Αναλυτικά καταγράφονται τα ακίνητα (συνήθως αναφέρεται η θέση, τα γειτονικά ακίνητα, το εμβαδόν, η αξία τους κλπ.), τα μετρητά, τα ομόλογα, κάποτε και τα κοσμήματα.

Μια σχετικά συνοπτική διαθήκη (όπως αυτή της Σεμιρούδας, χήρας Μαυρουδή Μπογιάρη, το γένος Αναστασίου Μίρτσιου, 1905) έχει την εξής μορφή: «1. Γενικόν κληρονόμον μου ἐπί πάσης τῆς κινητῆς καί ἀκινήτου περιουσίας μου ἐγκαθιστῶ τήν ἀνύπανδρον θυγατέρα μου Ἐλισάβετ, εἰς ἥν κληροδοτῶ: α) τό ἀναλογοῦν μοι μερίδιον κληρονομικῷ δικαιώματι ἐκ τοῦ ἐν Κιουτσούκ Ορμάν κειμένου χαγιατίου, συνορεύοντος… β) τό κληρονομικῷ δικαιώματι ἀναλογοῦν μοι μερίδιον ἐκ τῆς ἐνταῦθα καί ἐν τῇ συνοικίᾳ Μαχαλᾷ κειμένης οἰκίας, συνορευούσης ἀφ’ ἑνός μέν μέ οἰκίαν Γαρουφαλιᾶς Νικολάου Πουλίδου, ἀφ’ ἑτέρου μέ οἰκίαν Θεοδώρας Νικολ. Παύλου… γ) ἅπαντα τά εὑρεθησόμενα σκεύη καί ἔπιπλα τῆς οἰκίας μου. 2. Εἰς τάς δύο θυγατέρας μου Μαγδαληνήν, χήραν Δημητρίου Βασιλειάδου, καί Σουλτάναν Ἀναστασίου Πατρίκη, ἐπειδή τάς ἔχω προικοδοτήσῃ ἤδη το κατά δύναμιν, κληροδοτῶ εἰς ἑκατέραν ἐφ’ ἅπαξ ἀνά μίαν λίραν…».

Στη συνέχεια ο διαθέτης ορίζει εκτελεστή (ή εκτελεστές) της διαθήκης, τον οποίο παρακαλεί να φροντίσει «περί τῆς ἀκριβοῦς καί ἀνελλιποῦς ἐκτελέσεως» της επιθυμίας του: «Αὕτη εἶναι ἡ τελευταία καί ὁριστική μου θέλησις καί ἐπιθυμῶ νά ἐκτελεσθῇ κατά γράμμα καί ἀνελλιπῶς. Ἐκτελεστήν δέ τῆς παρούσης Διαθήκης μου διορίζω τόν κύριον Θεόδωρον Δ. Φέσσα, κάτοικον Καβάλλας, χριστιανόν ὀρθόδοξον, ὑπήκοον ὀθωμανόν, γραμματέα τό ἐπάγγελμα» (από διαθήκη του Νικολάου Αγαπητού, 1897).

Οι διαθήκες δεν αποτελούν απλώς πράξεις διανομής περιουσίας. Είναι και πράξεις ανταπόδοσης, μέσα από τις οποίες αποκαλύπτεται όλο το φάσμα των ανθρώπινων σχέσεων και αισθημάτων. Με τη διαθήκη ο άνθρωπος τιμά την αγάπη, τιμωρεί την αδιαφορία, εκφράζει την ευγνωμοσύνη ή τη δυσαρέσκεια προς τους συγγενείς του. Μπορούμε έτσι να δούμε ότι η στοργή και η μέριμνα για τους απόμαχους της ζωής συχνά εκτιμάται και μετρά περισσότερο από κάθε άλλη γονεϊκή, αδελφική κ.ά. σχέση. Λ.χ. ο Ιωάννης Σ., ράφτης, κάτοικος Μαχαλά, παραμερίζοντας σύζυγο, παιδιά και λοιπούς συγγενείς, κληροδοτεί το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στον ανεψιό του Απόστολο Σιώτα, «καθότι οὗτος ἐμερίμνησε περί γηροκομήσεως καί συντηρήσεώς του ἐπί δεκαετίαν ὁλόκληρον καί ἐπέκεινα» (1897).

Η γερόντισσα Βασιλική Αναστασίου Τ., πικραμένη από τον αδελφό της Ιωάννη, «διότι ἐν τῇ παρατεταμένῃ ἀσθενείᾳ της μεγάλην ἀδιαφορίαν ἐπεδείξατο», του αφήνει μόνο μία λίρα, ενώ καταλείπει το σπίτι της στην Παναγία και όλη τη λοιπή περιουσία της στον από 12ετίας θετό γιο της Χρήστο Α. Συμεωνίδη, επειδή «ἔμεινε πολύ εὐχαριστημένη διά τάς πρός αὐτήν ὑλικάς καί ἠθικάς περιποιήσεις του» (1900).

Κάποιες φορές οι διαθήκες ξεφεύγουν από τις τυπικές διατυπώσεις και αποκαλύπτουν (όσο επιτρέπεται) και τρυφερές ανθρώπινες σχέσεις. Π.χ. το 1868 ο Γεώργιος Ν. Πολίτης κληροδοτεί όλη την περιουσία του στη σύζυγό του Αφροδίτη, «διότι συνέζησε μετ’ αὐτής τριάκοντα περίπου ἔτη εὐχάριστον ζωήν», προσθέτοντας ότι «κανείς τῶν ἀδελφῶν καί συγγενῶν του δέν ἔχει νά τήν ενοχλήσῃ εἰς τό παραμικρόν». Στην συγκεκριμένη περίπτωση η ανθρώπινη αγάπη προλαμβάνει και αποτρέπει την εφαρμογή του θρησκευτικού νόμου. Σύμφωνα μ’ αυτόν, όταν ένα ζευγάρι δεν είχε αποκτήσει παιδιά, τα περιουσιακά στοιχεία του πρώτου θανόντος δεν μεταβιβάζονταν στον ή στην εν ζωή σύζυγο, αλλά επιστρέφονταν στους συγγενείς του, εκτός κι αν είχε προηγηθεί διαθήκη, όπως εδώ.

Για όσους δεν είχαν παιδιά να τους γηροκομήσουν, η ανασφάλεια των γηρατειών και της αρρώστιας ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Το ίδιο και η αγωνία τους να εξασφαλίσουν «καλά στερνά». Όσοι ήσαν ιδιοκτήτες ακινήτων συνήθως τα παραχωρούσαν εν ζωή ή μετά θάνατον σε συγγενείς, υπό τον όρο της γηροκόμησης. Στις περιπτώσεις αυτές οι εκκλησιαστικές αρχές (ο μητροπολίτης ή ο αρχιερατικός του επίτροπος) συνέτασσαν ένα συνυποσχετικό έγγραφο, όπου αναφέρονταν αναλυτικά οι υποχρεώσεις των δύο πλευρών και οι λοιποί όροι της συμφωνίας, την εκπλήρωση των οποίων εγγυώνταν οι μάρτυρες.

Π.χ. το 1876 η Αφροδίτη (που συναντήσαμε παραπάνω), χήρα πια του Γεωργίου Πολίτη, παραχωρεί «τό ἥμηση ὀσπήτιόν της» στην ανεψιά της Βασιλική και στο μέλλοντα γαμπρό της Πέτρο Αντωνίου (ή Χρυσοχόο, απ’ τα πιο ενεργά μέλη της κοινότητας), υπό τον όρο «ὅπως διατηρήσωσι καί περιθάλψωσι αὐτήν κατά τήν δύναμίν των ὡς γνησία μήτηρ των μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς της», χωρίς να έχουν «την ἄδειαν νά τήν ἐκβάλωσι ἔξω τῆς οἰκίας των». Και η ίδια όμως «δέν ἔχει οὐδέν δικαίωμα νά καταταράττῃ αὐτούς ἤ νά τούς ἀποκάμῃ ἀποσυναγώγους τῆς οἰκίας των» ούτε «νά κάμῃ τήν παρατήρησιν τά πρός ζωωτροφίαν (= διατροφή) των». Σε περίπτωση που τα ανίψια της θελήσουν να μετοικίσουν σε άλλη πόλη ή χώρα, η Αφροδίτη έχει το δικαίωμα να δώσει το σπίτι «εἰς τό ἐνοίκιον πρός διατήρησίν της».

Το ίδιο και η Σταμάτα Ι. Πατρικίου δωρίζει μετά θάνατον στη θετή θυγατέρα της Φωτεινή και το γαμπρό της Απόστολο Δημητρίου (επίτροπο του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και δημογέροντα) το μισό σπίτι της «ἐπί τῷ ἀπαραιτήτῳ ὅρῳ ὅπως... διατρέφωσιν αὐτήν ἐφ’ ὅρου ζωῆς καί χορηγῶσι πάντα τά λοιπά ἀναγκαῖα καί χρειώδη καί πληρώσωσι τό πρός τήν Πανταζούδα χρέος της... και περιποιῶνται αὐτήν καί περιθάλπωσι καί ἐπιμελῶνται ἐν γένει περί τῆς θεραπείας αὐτῆς καθ’ ἥν περίπτωσιν ἤθελε καταβάλει αὐτήν ἀσθένεια τις». Ορίζει επίσης ότι σε περίπτωση σύγκρουσής τους δεν έχουν το δικαίωμα να τη βγάλουν από το σπίτι, αλλά υποχρεούνται να της παραχωρήσουν ένα ιδιαίτερο δωμάτιο εντός του σπιτιού και μηνιαία σύνταξη 100 γροσίων (1874). 

Σε πολλές περιπτώσεις οι διαθήκες, εκτός από ανθρώπινες σχέσεις, αποκαλύπτουν ή υποδηλώνουν και τους ισχυρούς δεσμούς των χριστιανών της πόλης με την κοινότητά τους. Έκφραση του αισθήματος κοινοτικής συνείδησης και ευθύνης είναι τα κληροδοτήματα (ακίνητα ή μετρητά) προς τις εκκλησίες και τα σχολεία. Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα: Το 1866 ο Εμμ. Σταυράκης κληροδοτεί στα σχολεία της πόλης 10.000 γρόσια. Το 1869 η Σουλτάνα Αγαπητού διατάσσει «νά δοθῶσι εἰς τά ἐκπαιδευτικά καταστήματα Καβάλλας καί εἰς τάς ἐκκλησίας αὐτῆς τό ὀσπήτιόν της καί ὅ,τι ἄλλο εὑρεθῇ ἐν τῷ κιβωτίῳ της». Το 1903 η εκ Σερρών καταγόμενη Μαρία Νικολάου αφήνει διάφορα ακίνητά της στα σχολεία και στους ναούς της κοινότητας. Το 1909 ο Σπυρίδων Σεκερτζής, μέγας ευεργέτης της Ελληνορθόδοξης Κοινότητος, κληροδοτεί «… τό ἐν Σταμπούλ τσαρσί (σημερ. οδός Βενιζέλου) ἰδιόκτητόν του καφεῖον (καφενείο), ἀξίας λιρῶν τουρκ. διακοσίων... ὑπέρ τῆς ἐν τῇ Ἄνω Συνοικίᾳ (Μαχαλᾷ) Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου…».

Τα χριστιανικά νεκροταφεία στον Αϊ-Γιάννη
Ενίοτε επίσης μέσα από τις διαθήκες φανερώνονται οι συναισθηματικοί δεσμοί των εποίκων με τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, τους τόπους της καταγωγής τους. Δεν τους ξεχνούσαν, ακόμη κι αν είχαν περάσει 30-40 χρόνια από την εγκατάστασή τους στην Καβάλα, και συχνά άφηναν με τις διαθήκες τους διάφορα ποσά (ή ακίνητα) στις εκκλησίες ή τα σχολεία των χωριών τους (Λάιστας Ζαγορίου, Λήμνου, Σιάτιστας, Θάσου κλπ.).

Οι διαθήκες, όπως και άλλα ιδιωτικά έγγραφα (π.χ. τα προικοσύμφωνα), έπρεπε να επικυρωθούν από την εκκλησιαστική Αρχή (είτε το Μητροπολίτη Ξάνθης είτε τον αρχιερατικό του επίτροπο στην Καβάλα) και να καταχωριστούν στον κοινοτικό κώδικα. Μόνο έτσι γίνονταν έγκυρα και αποκτούσαν ισχύ επισήμου συμβολαίου. Την υλοποίηση των όρων της διαθήκης εγγυώνταν η Δημογεροντία, που (εκτός των άλλων) είχε δικαστικές αρμοδιότητες επί υλικών διαφορών και περιουσιακών ζητημάτων και κατά κανόνα λειτουργούσε διαμεσολαβητικά και διαιτητικά.


--ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ--



* Το κείμενο αυτό είναι τμήμα της εργασίας μας «Η Καβάλα της Οθωμανικής περιόδου (τέλη 14ου αι.- 1912). Η παλιά πόλη - συνοικία της Παναγίας» στο Η παλιά πόλη της Καβάλας (7ος π.χ. – 20ος αι. ) Ο χώρος, οι άνθρωποι, τα τεκμήρια της ιστορίας, έκδ. Εξωραϊστικού  Πολιτιστικού Συλλόγου Παναγίας “Το Κάστρο”,  Καβάλα 2005, τ. 1, σ. 51-231 (κεφ. 3.6.3., σελ. 213-216). Σε σχέση με εκείνο το κείμενο, το παρόν έχει μικρές διαφορές (προστέθηκαν η 6η παράγραφος, για το κλίμα και την υγιεινή, και οι τρεις τελευταίες παράγραφοι, ενώ αφαιρέθηκαν οι παραπομπές σε αρχειακές πηγές).
Η ενότητα 3.6. “Όψεις του κοινοτικού βίου στην Παναγία” περιλαμβάνει το κεφάλαιο 3.6.1. “Οι αρραβώνες, οι γάμοι και τα προικοσύμφωνα”, το κεφ. 3.6.2. “Το Εκκλησιατικό Δικαστήριο: Λύσεις μνηστείας και διαζύγια”, το παρόν κεφ.  3.6.3. “Τα γηρατειά, ο θάνατος και η διαθήκη” και το 3.6.4. “Οι υιοθεσίες και η πρόνοια για τα άπορα και τα ορφανά”. Στην ενότητα υπάρχει η ακόλουθη διευκρινιστική υποσημείωση:
«Αντικείμενο της ενότητας δεν είναι όλες οι πτυχές της κοινωνικής ζωής, αλλά μόνο εκείνες που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του κοινοτικού βίου. Όσες δηλ. υπάγονται στη δικαιοδοσία των αρχών της κοινότητας και ρυθμίζονται με αποφάσεις ή παρεμβάσεις των κοινοτικών οργάνων (μέρος του κοινοτικού βίου αποτελούν βέβαια και η θρησκευτική ζωή, η εκπαιδευτική – πολιτιστική δραστηριότητα και οι πολιτικές διεργασίες, περί των οποίων έγινε λόγος στις τρεις προηγούμενες ενότητες του κεφαλαίου). Η ενότητα αυτή δεν έχει αξιώσεις πληρότητας. Οι διαθέσιμες πηγές της εποχής δεν παρέχουν επαρκείς μαρτυρίες για όλες τις πτυχές του κοινοτικού βίου (π.χ. δεν έχουμε καμία πληροφορία για τις βαπτίσεις) ούτε καλύπτουν ομοιόμορφα την περίοδο 1864-1912».
Τα στοιχεία του παρόντος κειμένου προέρχονται κυρίως από δύο αρχειακές πηγές: 1) τον Κώδικα της εν Καβάλλα Ορθοδόξου Ελληνικής Κοινότητος 1864-1889 και 2) τον Κώδικα Διαθηκών Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Καβάλλας, 1896-1913.
 

[1]Δε γνωρίζουμε τίποτα για τη Φραντζεσκούλα, πλην ότι ήταν θυγατέρα του Μάρκου Φώσκολου. Ο Μ. Φώσκολος καταγόταν από την Τήνο, είχε υπηρετήσει “το Έθνος του απ’ αρχής του Αγώνος” (όπως αναφέρει σε βιογραφικό του), στη συνέχεια διορίστηκε ειρηνοδίκης Άνδρου και το 1846 εγκαταστάθηκε στην Καβάλα για να αναλάβει το Προξενικό Πρακτορείο της Ελλάδος. Παρέμεινε εδώ μέχρι το θάνατό του (σε βαθιά γεράματα στα τέλη του αιώνα), ασχολήθηκε με το καπνεμπόριο και σύντομα αναδείχτηκε σ’ έναν από τους ισχυρότερους οικονομικούς παράγοντες της Καβάλας και από τα πλέον εξέχοντα μέλη της Ελληνορθόδοξης Κοινότητας.

[2] Η πλάκα αυτή, μία από τις ελάχιστες των παλιών νεκροταφείων που δεν καταστράφηκαν, βρίσκεται σήμερα στο Μέγαρο Τόκου, σημερινό κτήριο Διοίκησης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Καβάλας – Θάσου, στην οδό Κύπρου, λίγο παρακάτω από το Δημαρχείο.

[3] Για τη ζωή και το έργο του ποιητή, βλ. Κ. Χιόνη, Ο ποιητής Ιωάννης Κωνσταντινίδης και το έργο του, 1848-1917, Καβάλα 1978 (ειδικότερα, σ. 36, 39-40, 46, 75, 281).

[4] Τα βιβλία απόκεινται στο αρχείο της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου (τα στατιστικά στοιχεία προέρχονται από δικούς μας υπολογισμούς). 

[5] Βλ. Λυκουρίνου, ό.π., σ. 125-127 (ενότ. 2.4.5. "Η υγιεινή").

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου