Η συμφωνία Ανταλλαγής Πληθυσμών του 1914



Η συμφωνία Ανταλλαγής Πληθυσμών του 1914*

Αριστ.: Καταυλισμός Φωκιανών προσφύγων στη Μυτιλήνη, την επομένη της άφιξής τους, 19-6-1914
Αυτό το επαίσχυντον παζάρεμα, το οποίο η κτηνώδης βία επέβαλεν ως νόμον και αρχήν […] το ακατανόητον και ανήκουστον και πρωτοφανές εις τα χρονικά της Ιστορίας ανθρωπομέτρημα και αντάλλαγμα, ως γίνεται εις τους ζωεμπόρους διά τα άλογα, τα θρέμματα και κτήνη” (Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, 22 Ιουν. 1914)

Στις 5/18 Μαΐου 1914 η οθωμανική κυβέρνηση υπέβαλε στην ελληνική πλευρά επίσημη πρόταση για την ανταλλαγή της ελληνικής μειονότητας του βιλαετίου του Αϊδινίου με τη μουσουλμανική μειονότητα της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Μόλις τέσσερις μέρες αργότερα, με απαντητική επιστολή του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, η Ελλάδα δεχόταν την πρόταση υπό δύο όρους: α) Η Ανταλλαγή να έχει χαρακτήρα προαιρετικό και β) να περιλαμβάνει και την ελληνική μειονότητα της Αν. Θράκης! Για την υλοποίηση της κατ’ αρχήν συμφωνίας συγκροτήθηκε μια Μικτή Επιτροπή που θα αποσαφήνιζε τους θεμελιώδεις όρους της ανταλλαγής: αριθμό ανταλλάξιμων, συνθήκες μετανάστευσης, εκτίμηση περιουσιών, αποζημιώσεις κ.ά. Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν περίπου μισό χρόνο, κατέληξαν σε αδιέξοδο και στα τέλη του 1914, μετά και το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τερματίστηκαν χωρίς συμφωνία.

Δε θα ιστορήσουμε τις πολλές πτυχές του ζητήματος[1], αλλά θα περιοριστούμε στα αυτονόητα ερωτήματα: Για ποιο λόγο η οθωμανική πλευρά επεδίωξε την ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών το 1914 και γιατί η Ελλάδα την αποδέχτηκε;

Η πρωτοβουλία της Υψηλής Πύλης αναμφίβολα υπηρετούσε τη βασική επιδίωξη των Νεότουρκων, που ήταν ο ολοκληρωτικός εκτουρκισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο στόχος αυτός ενσωματώθηκε επισήμως στο πολιτικό πρόγραμμα του κυβερνώντος κόμματος «Ένωση και Πρόοδος» κατά το τρίτο συνέδριό του στη Θεσσαλονίκη το 1911. Στην τότε απόφαση αναφέρεται: «Αργά ή γρήγορα πρέπει να επιτευχθεί η πλήρης οθωμανοποίηση, όμως είναι πλέον ξεκάθαρο ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει με την πειθώ, αλλά πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένοπλη βία».

Ο σχεδιασμός και η υλοποίηση δεν άργησαν. Από τις αρχές του 1914 εξαπολύθηκαν ανθελληνικοί διωγμοί στα μικρασιατικά παράλια και στην Ανατολική Θράκη, με φυλακίσεις και απελάσεις, οικονομικό μποϋκοτάζ και εμπορικούς αποκλεισμούς, με εμπρησμούς, λεηλασίες και σφαγές. Στις 25 Μαΐου το Οικουμενικό Πατριαρχείο κήρυξε την ορθόδοξη εκκλησία σε διωγμό και αποφάσισε το κλείσιμο των ναών και των σχολείων, σε ένδειξη πένθους και διαμαρτυρίας. Οι διωγμοί έσπειραν πανικό και ανασφάλεια στους ελληνικούς πληθυσμούς και είχαν ως αποτέλεσμα τη μαζική αναχώρηση 150.000 ανθρώπων προς τη μητέρα πατρίδα. 

Την ίδια εποχή η Ελλάδα και η Τουρκία βρίσκονταν στα πρόθυρα πολεμμικής αναμέτρησης για τα νησιά του Αιγαίου, αυτά που είχε απελευθερώσει ο ελληνικός στόλος κατά τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο. Η τύχη τους δεν είχε κριθεί ακόμη από τη διεθνή διπλωματία και οι Τούρκοι πίεζαν την ελληνική πλευρά να παραιτηθεί από αυτά! «Ενώπιον αφορήτου καταστάσεως γενικού συστηματικού διωγμού ομογενούς στοιχείου, αγόμεθα μοιραίως εις σύρραξιν προς Τουρκίαν...», έγραφε τότε ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Στρέιτ στον Έλληνα πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη. Οι Μεγάλες δυνάμεις απεύχονταν έναν τρίτο βαλκανικό πόλεμο, γι’ αυτό συνιστούσαν ειρηνική και συμβιβαστική επίλυση των διαφορών. 

Γ. Στρέιτ
Υπ’ αυτές τις συνθήκες η Ελλάδα δεν είχε περιθώρια να απορρίψει την τουρκική πρόταση για Ανταλλαγή των πληθυσμών. Εξηγούσε ο Γ. Στρέιτ στον επιτετραμμένο της Ελλάδας στο Βερολίνο Ίωνα Δραγούμη στις αρχές Ιουνίου 1914: «Η ανάγκη, αφενός, να σταματήσουμε το κύμα της αναγκαστικής μετανάστευσης που έχει εξαπολυθεί στη Θράκη και στη Μικρά Ασία, η μέριμνα, αφετέρου, να σώσουμε αυτόν τον πληθυσμό που εγκαταλείπει τις εστίες του και ζητά καταφύγιο στην Ελλάδα, και τέλος η προσπάθεια να διοχετεύσουμε αυτό το κύμα, συνδυάζοντάς το με την εθελούσια μετανάστευση των Μουσουλμάνων της Μακεδονίας, να ποιοι ήταν οι στόχοι της ελληνικής κυβέρνησης τη στιγμή που αποδέχτηκε την πρόταση της Τουρκίας». Και ο ίδιος ο Βενιζέλος δήλωνε απολογητικά στις 22 Δεκεμβρίου στη Βουλή ότι συμφώνησε στην προαιρετική ανταλλαγή για να προλάβει τα χειρότερα, όπως «την βιαίαν έξωσιν των πληθυσμών» και «την διαρπαγήν των κινητών αυτών περιουσιών».

Η ελληνική πλευρά έθετε ως όρο για την έναρξη των διαπραγματεύσεων τον τερματισμό των διώξεων και την επιστροφή των 50.000 εκτοπισμένων στο εσωτερικό της Μ. Ασίας. Όμως, παρά τις υποσχέσεις των οθωμανικών αρχών, οι διωγμοί ποτέ δε σταμάτησαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ημέρα έναρξης των συνομιλιών άντρες του τουρκικού στρατού προέβησαν σε δολοφονίες Ελλήνων στο Εγγλεζονήσι, στον κόλπο της Σμύρνης. Αντικειμενικός σκοπός των Τούρκων ήταν προφανώς η εκρίζωση του ελληνικού στοιχείου από την Ανατολική Θράκη και τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας. Γι’ αυτό κλιμάκωναν τους διωγμούς, γι’ αυτό και επέμεναν να μην τεθεί κανένα όριο στον αριθμό των μεταναστών. Δήλωναν άλλωστε κυνικά ότι η σταδιακή αποψίλωση των επιλεγμένων περιοχών από μειονοτικούς πληθυσμούς θα ήταν προς όφελος των δύο χωρών.

Μητροπολίτης Αγαθάγγελος
Διαφορετική γνώμη είχαν βέβαια οι ήδη εκδιωχθέντες από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη, οι 150.000 άνθρωποι που δεν είχαν πλέον το δικαίωμα του επαναπατρισμού. Ο Σύλλογος «Καρτερία» των προσφύγων της Αθήνας και οι διάφορες Επιτροπές Προσφύγων στα νησιά του Αιγαίου διακήρυσσαν ότι η συμφωνία αποτελεί νομιμοποίηση «της μεγίστης αδικοπραγίας και του βιαίου εκπατρισμού» και ότι προετοιμάζει συμφορές για το ελληνικό γένος. Διέβλεπαν κινδύνους καταστροφής ακόμη και για τα δύο μεγάλα ελληνικά κέντρα της Μικρασίας, την ιωνική Σμύρνη και τις αιολικές Κυδωνίες (Αϊβαλί), στη συνέχεια δε και για την Κωνσταντινούπολη. «Και μετά ταύτα; Παντελής νέκρωσις και ερημία επί μεγίστου τμήματος της ελληνικής πατρίδος, έχοντος τα αυτά δικαιώματα μετά των απελευθερωθέντων τμημάτων του ελληνικού γένους»! Αυτά έγραφε, μεταξύ άλλων, το Σεπτέμβριο 1914 ο Μητροπολίτης Δράμας Αγαθάγγελος, πρόεδρος της «Καρτερίας».

Η πιο φλογερή φωνή διαμαρτυρίας ήρθε πάλι από το Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο: «Εμάθομεν –έγραφε στις 22 Ιουνίου προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη– ότι όλοι οι βιαίως εκδιωχθέντες, εξανδραποδισθέντες χριστιανοί [...] θεωρούνται ως διά παντός εκπατρισθέντες και απολύτως ουδείς δικαιούται και δύναται να επανέλθη εις την γενεθλιον γην, εκεί όπου αναπαύονται οι πατέρες και πρόγονοί του, εκεί όπου αυτός είδε του ηλίου το φως, εκεί όπου ευρίσκεται η οικογενειακή εστία, οι αγροί, η εργασία [...]». Εκφράζει την αγανάκτησή του για την «ανθρωποεμπορία» που συμφώνησαν οι δυο κυβερνήσεις, βάσει της οποίας σε λίγο «θα αρχίση το ακατανόητον και ανήκουστον και πρωτοφανές εις τα χρονικά της Ιστορίας ανθρωπομέτρημα και αντάλλαγμα, ως γίνεται εις τους ζωεμπόρους διά τα άλογα, τα θρέμματα και κτήνη. [...]».

Καλεί τέλος τον Πατριάρχη να αντιδράσει: «Η Εκκλησία οφείλει συμφώνως προς τας αιωνίους αρχάς του ιδρυτού της να αναθεματίση τοιαύτην πράξιν [...], ήτις δεν έχει παρόμοιον παράδειγμα άλλο εν τη ιστορία του πολιτισμού [...], οφείλει να καταγγείλη εις την χριστιανικήν συνείδησιν του πεπολιτισμένου κόσμου, αυτό το επαίσχυντον παζάρεμα, το οποίο η κτηνώδης βία επέβαλεν ως νόμον και αρχήν [...]. Είναι  προτιμότερον, Παναγιώτατε, να εξανδραποδισθώμεν ως φυλή από προσώπου γης, όχι όμως ως αντικείμενα ευτελέστατης συναλλαγής, να πωλούμεθα και αγοραζώμεθα εις τας αγοράς της Σμύρνης, Κωνσταντινουπόλεως και Θεσσαλονίκης.

Συσσίτιο Μικρασιατών προσφύγων στη Μυτιλήνη, 1914 (φωτ. Εθνικό και Ιστορικό Αρχείο)
                                                                                       
* Το κείμενο αυτό το πρωτοδημοσιεύσαμε στη "Μνήμη" του Συλλόγου Μικρασιατών Καβάλας, φ. 16 (Σεπτ. 2014), σελ. 14.
[1] Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να δει το εξαιρετικά κατατοπιστικό άρθρο του καθηγητή Γιάννη Γ. Μουρέλου «Πληθυσμιακές ανακατατάξεις την επομένη των Βαλκανικών πολέμων: Η πρώτη απόπειρα ανταλλαγής πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία», Πρακτικά Συμποσίου Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η Ελλάδα, έκδ. ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 175-199.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου