“Οι άνδρες στην τόγκα” - Η εξέγερση των καπνεργατών της Καβάλας τον Ιούλιο του 1933



“Οι άνδρες στην τόγκα” - Η εξέγερση των καπνεργατών της Καβάλας τον Ιούλιο του 1933


Μια από πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία του εργατικού κινήματος της Καβάλας αποτελεί η εξέγερση των καπνεργατών τον Ιούλιο του 1933. Τα γεγονότα είναι σε γενικές γραμμές γνωστά: Στις 20 Ιουλίου η καπνεμπορική επιχείρηση Μπενβενίστε ανακοίνωσε ξαφνικά την απόλυση όλων των ανδρών καπνεργατών! Έχοντας αποφασίσει να εισαγάγει το σύστημα της “τόγκας”, της απλουστευμένης επεξεργασίας των καπνών, θα χρησιμοποιούσε μόνο γυναίκες, που είχαν χαμηλότερο μεροκάματο! Αμέσως οι καπνεργάτες κατέλαβαν τις αποθήκες, οι δυνάμεις καταστολής απέκλεισαν τα εργοστάσια, ο απεργιακός αναβρασμός εξαπλώθηκε σ’ όλους τους κλάδους και η πόλη έγινε πεδίο καθημερινών διαδηλώσεων και βίαιων συγκρούσεων. Όλη η Καβάλα τάχθηκε με το μέρος των καπνεργατών και οι Αρχές υποχρεώθηκαν να αναζητήσουν συμβιβαστικές λύσεις.
Τα γεγονότα του 1933 δεν ήταν βέβαια κεραυνός εν αιθρία. Από το 1926 που άρχισε η καπνική κρίση οι καπνεργάτες της Καβάλας βρίσκονταν σε διαρκείς κινητοποιήσεις και η στρατοκρατούμενη πόλη βάφτηκε αρκετές φορές με αίμα. Με την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 η κατάσταση επιδεινώθηκε και η καπνική οικονομία της περιοχής δέχθηκε ισχυρό πλήγμα στους τομείς της παραγωγής, της επεξεργασίας και του εμπορίου. Έτσι χιλιάδες κάτοικοι της Καβάλας, όσοι ζούσαν αποκλειστικά από την επεξεργασία του καπνού, βρέθηκαν αντιμέτωποι με την ανεργία και την πείνα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 οι καπνεργάτες δεν αγωνίζονταν πλέον για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και την αύξηση του ημερομισθίου. Εκλιπαρούσαν για μερικά μεροκάματα, αγωνιούσαν για τα επιδόματα ανεργίας, που πάντα καθυστερούσαν, και στηρίζονταν στα “λαϊκά συσσίτια”. Κάποιοι για να προσληφθούν σε καπνομάγαζα κατέφευγαν στη βία ή επιστράτευαν αθέμιτα και ταπεινωτικά μέσα. Άλλοι μετανάστευαν για αναζήτηση καλύτερης τύχης και άλλοι προτιμούσαν να πάρουν ως αποζημίωση το 1/3 του όλου ποσού που είχαν καταβάλει στο ΤΑΚ (Ταμείο Απασχολήσεως Καπνεργατών) και να “εξέλθουν” του επαγγέλματος. Με δυο λόγια, κύριο μέλημα ήταν πια η επιβίωση. 
Οι αστικές εφημερίδες επισημαίνουν συνεχώς τους κινδύνους που εγκυμονεί η λαϊκή απόγνωση και η αγανάκτηση. Δυο μήνες πριν τα γεγονότα, ο τοπικός «Κήρυξ» προειδοποιεί: «Όταν ένα μέγιστον τμήμα του λαού υποφέρει αφάνταστα, υπάρχει κίνδυνος να ανατραπεί το καθεστώς από τους πεινώντας και τους γυμνούς και από μυριάδας ασθενών και πασχόντων αι οποίαι δεν έχουν ούτε μίαν γωνίαν σε ένα νοσοκομείον να κλίνουν το κεφάλι των». Ακόμη και οι συντηρητικοί καπνεργάτες (που πρώτοι εξασφάλιζαν εργασία μόλις άνοιγαν τα καπνομάγαζα) απειλούν «ότι παρ’ όλον το νομοταγές και τα πατριωτικά των αισθήματα, η απόγνωσις θα τους ωθήση εις παρακινδυνευμένας ακρότητας και ωρισμένας εκνόμους ενεργείας, εις ας δεν προέβησαν μέχρι τούδε ούτε οι κομμουνισταί».
Μια σπίθα λοιπόν αρκούσε για να πυροδοτήσει την “εξέγερση”. Η κινητοποίηση κράτησε μόνον έξι μέρες, που ήταν όμως αρκετές για να συγκλονίσουν την Καβάλα και να ταρακουνήσουν όλη την Ελλάδα. Μια ιδέα από την ατμόσφαιρα εκείνων των ημερών μας δίνουν οι μαρτυρίες των ανθρώπων και τα δημοσιεύματα των εφημερίδων.
Περιγράφει ο Γ. Πέγιος, μέλος της επιτροπής που συγκροτήθηκε από τον παράνομο συνδικαλιστικό μηχανισμό των καπνεργατών για να συντονίσει τον αγώνα στις αποθήκες: «Η εικόνα που παρουσίαζαν οι καπναποθήκες ήταν πραγματικά τραγική. Σε όλα τα παράθυρα των καπναποθηκών, στις οποίες ήταν κλεισμένοι οι εργάτες, κρέμονταν πένθιμα μαύρα τσούλια και σε μεγάλες χάρτινες μπλε κόλλες ήταν γραμμένα τα συνθήματα “οι άνδρες στην τόγκα – ψωμί – νερό”. Οι βραδινές ώρες ήταν εφιαλτικές για όλους τους κατοίκους της πόλης. Πέντε χιλιάδες περίπου φωνές από άνδρες και γυναίκες μέσα στη νεκρική ησυχία της νύχτας γίνονταν ανατριχιαστικό μήνυμα για ζωή και επιβίωση. Γεγονότα ανεπανάληπτα και τραγικά…».

Οι Αρχές αποτυγχάνουν να εκκενώσουν τις καπναποθήκες με τη Χωροφυλακή και καλούν δυνάμεις στρατού. Στο πρωτοσέλιδο του «Κήρυκα» της 25ης Ιουλίου η Καβάλα περιγράφεται ως στρατοκρατούμενη πόλη: «Μονάδες στρατιωτικαί ολόκληροι μετεφέρθησαν δι’ αυτοκινήτων από την Δράμαν, Ξάνθην, Πράβιον. Ισχυρά τμήματα στρατού περιέτρεχον την πόλιν και εφρούρουν τας αποθήκας. Οπλοπολυβόλα είχον τοποθετηθή εις διάφορα σημεία. Λόχοι ολόκληροι διατελούντες εν επιφυλακή ήσαν έτοιμοι προς δράσιν ανά πάσαν στιγμήν. Και εν γένει η πόλις ολόκληρη παρουσιάσθη στρατοκρατουμένη ολόκληρον την προχθεσινήν και χθεσινήν ημέραν». 
Τελικά αποφεύγεται η χρήση στρατιωτικών μέσων, κυρίως από φόβο για καταστροφή των καπναποθηκών, και οι Αρχές αποφασίζουν να κάμψουν τη θέληση των εργατών με την πείνα και τη δίψα. Διαβάζουμε στο πρωτοσέλιδο του «Ταχυδρόμου» της 24ης Ιουλίου: «Χθές, μετά το σούρουπο, και μόλις ήρχισε να νυκτώνη, ουρανομήκεις γόοι και κραυγαί ηγέρθησαν από τας αποθήκας της εταιρείας Βεμβενίστε. -Ψωμί! -Νερό!... Εις τας τραγικάς αυτάς κραυγάς των αποθηκών Βεμβενίστε απήντησαν πάραυτα παρόμοιαι θρηνώδεις κραυγαί από τας γειτονικάς αποθήκας Πετρίδου. Και οι γόοι αυτοί, οι ολοφυρμοί εσυνεχίσθησαν ενσπείρουσαι το ρίγος και την φρικίασιν εις ολόκληρον την πόλιν καθ’ όλην την νύκτα».
Τον αγώνα των έγκλειστων στηρίζουν καθημερινά οι γυναίκες και τα παιδιά τους. Συγκεντρώνονται γύρω από τις καπναποθήκες για να τους προστατεύσουν (προσπαθώντας και να περάσουν μέσα λίγο ψωμί και νερό) ή διαδηλώνουν στους κεντρικούς δρόμους της Καβάλας και στις συνοικίες. Οι συλλήψεις ανέρχονται σε εκατοντάδες, δεκάδες προσάγονται στο αυτόφωρο και καταδικάζονται σε φυλάκιση 7-25 ημερών, οι τραυματισμοί άοπλων είναι καθημερινό φαινόμενο και η απροκάλυπτη αστυνομική και στρατιωτική βία εναντίον των γυναικόπαιδων καταγγέλλεται απ’ όλο τον Τύπο: «Όλαι αυταί αι συγκεντρώσεις διελύθησαν βιαίως υπό του υποκοπάνου, πλείσται δε ήσαν οι τραυματισθείσαι...», «Ό,τι υπερβαίνει παν όριον παρεκτροπής αστυνομικών οργάνων είναι οι διαπραχθείσαι εις την οδόν Ομονοίας αγριότητες... χωροφύλακες “διά ψύλλου πήδημα” ανέσυρον τα πιστόλια των και επυροβόλουν καταδιώκοντες μικρά παιδιά και γυναίκες», «Η αγριότης της διαλύσεως και αυτών (των συνοικιακών συγκεντρώσεων) ήτο πρωτοφανής. Γυναίκες εποδοπατήθησαν, εμωλωπίσθησαν, έπεσαν λιπόθυμοι επί του εδάφους υπό τα κτυπήματα των χωροφυλάκων» («Κήρυξ» και «Μακεδονία», 26 Ιουλ.).
Με τους καπνεργάτες συμπαρατάσσεται και όλη η πόλη: Δήμος, επιμελητήρια, σωματεία, οργανώσεις, Τύπος, δεξιοί και αριστεροί πολίτες υποστηρίζουν τα αιτήματα των απεργών και με ψηφίσματά τους καλούν την κυβέρνηση να δώσει δίκαιη λύση. Ακόμη και τα συντηρητικά συνδικάτα δηλώνουν την αλληλεγγύη τους προς «τους αγωνιστάς του ξερού ψωμιού των παιδιών των» («Εθνικός Σύνδεσμος Καπνεργατών»), «προς τον διεξαγόμενον υπό των εργατών απεγνωσμένον υπέρ του ψωμιού των αγώνα» («Πανεργατικό Κέντρο»). Η Ομοσπονδία Επαγγελματικών «αποδίδει εις τον αγώνα των καπνεργατών σημασίαν αγώνος υπάρξεως» και κηρύσσει λευκή απεργία επ’ αόριστον. Τα πέντε μέλη της απεργιακής επιτροπής των επαγγελματιών «ωδηγήθησαν εις το Α΄Αστυνομικόν τμήμα ένθα εδάρησαν αγρίως παρ’ αστυνομικών οργάνων». («Ταχυδρόμος», 25 Ιουλ. ).
Η υποστήριξη είναι ανεπιφύλακτη και από τον Τύπο, τοπικό και πανελλήνιο, ακόμη και από τον «Κήρυκα». Ο ένας από τους εκδότες - ιδιοκτήτες του, Δ.Κ. Δημητριάδης, που πάντα υπερασπιζόταν την πλευρά των καπνεμπόρων, διαχωρίζει τη θέση του και αποχωρεί από την εφημερίδα! Οι εφημερίδες στο σύνολό τους θεωρούν υπεύθυνο τον «κακό δαίμονα» και «εχθρό της πόλεως», τον «απερίγραπτο» Νομάρχη Γεώργιο Ράντη: Με τις αλλοπρόσαλες και ακραίες θέσεις του (είχε ζητήσει την εκκένωση των αποθηκών με κάθε μέσο, ακόμη και με δολοφονίες εργατών!) άφησε «ένα απλό πρόβλημα» να πάρει διατάσεις εξέγερσης, «ηπείλησε να εξανάψη πυρκαϊάν άσβεστον και να θάψη υπό ερείπια την πόλιν ολόκληρον» («Ταχυδρόμος», 26 Ιουλ.).
Για το «Νέο Ριζοσπάστη» βέβαια, οι καπνεργάτες δεν αγωνίζονται μόνο για την αποτροπή των απολύσεων και το «μπάσιμο» των ανδρών στην τόγκα, ούτε μόνο ενάντια στο «φρικτό φάσμα της πείνας και της ανεργίας, που απειλεί να σπείρει μια απέραντη τραγωδία σε όλη την Καβάλλα». Ο αγώνας τους έχει ευρύτερους πολιτικούς στόχους: «Μαζύ με τα παραπάνω αιτήματά τους οι ηρωικοί και δοκιμασμένοι καπνεργάτες της Καβάλλας, διαδηλώνουν ακόμη την ατράνταχτη θέλησή τους να υπερασπίσουν το Κόμμα τους, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδος. Γιατί ξέρουν πολύ καλά ότι το χτύπημα του Κομμουνιστικού Κόμματος είνε χτύπημα της εργατιάς, του μεροκαμάτου τους, του ψωμιού τους».
Η εξέγερση έληξε με την υπογραφή Πρωτοκόλλου από τον Υπουργό Γενικό Διοικητή Θράκης Μ. Μαντά. Η κυβέρνηση υλοποίησε τη δέσμευσή της και ρύθμισε με νόμο την εργασία ανδρών και γυναικών στην τόγκα, σε αναλογία 50-50%, καθώς και άλλα ζητήματα για το μισθό, την εργασία και την ασφάλιση. Η ρύθμιση για την εργασία των ανδρών στην τόγκα κράτησε 20 χρόνια, όμως οι προβλεπόμενες συνδικαλιστικές ελευθερίες και η αμνηστία δε υλοποιήθηκαν. Σε ένα μήνα η κυβέρνηση Τσαλδάρη έπαυσε τα ελεγχόμενα από το ΚΚΕ σωματεία και προχώρησε σε μαζικές συλλήψεις και εκτοπίσεις των στελεχών που πήραν μέρος στην εξέγερση.




Μαρτυρίες  
Η Κατίνα Χατζηκωνσταντίνου, 16χρονη κοπελίτσα τότε, θυμάται: «Τη μέρα που βγήκα από το Ορφανοτροφείο, η Καβάλα ήταν στα μαύρα φορεμένη. Οι καπνεργάτες είχαν κλειστεί επί μία εβδομάδα στα καπνομάγαζά τους, βγάλανε μαύρες σημαίες από τα παράθυρα και συνεχώς φωνάζανε “ψωμί, νερό, δουλειά – ψωμί, νερό, δουλειά”. Άκουσα και έφριξα. Δάκρυσα και πόνεσε η ψυχή μου... Ακόμη ηχούνε στ’ αυτιά μου οι φωνές από τη Σμύρνη, όταν της βάλανε φωτιά, και οι φωνές των εργατών που ήταν μια βδομάδα κλεισμένοι στα καπνεργοστάσια» [Κατίνα Λαχουβάρη – Χατζηκωνσταντίνου, Δύσκολα Χρόνια. Από τη Σμύρνη στην Καβάλα - Στο Ορφανοτροφείο - Πόλεμος και Κατοχή, έκδ. Συλλόγου Μικρασιατών Ν. Καβάλας «Μνήμη Μικράς Ασίας», Καβάλα 2012, σελ. 21 και 42] 

Για τους καπνεργάτες της Καβάλας η μέρα που βγήκαν από τις καπναποθήκες (27η Ιουλίου) ήταν μια μέρα νίκης και δικαίωσης του αγώνα τους. Το κλίμα περιγράφει ο Γιώργος Πέγιος: «Οι μεγάλες πόρτες (των καπναποθηκών) άνοιξαν και όλη εκείνη η ανθρώπινη μάζα ξεχυνόταν στους δρόμους. Το τι επακολούθησε κατά την έξοδο εκείνη είναι πολύ δύσκολο να το περιγράψω με λόγια. Δε θα ξεχάσω όμως όσο ζω ποτέ τις εικόνες εκείνες της χαράς και του ενθουσιασμού για την περήφανη νίκη μας.
Άνδρες και γυναίκες, χλωμοί από την πείνα και την ταλαιπωρία, με φωνές βραχνές από την εξαήμερη συνεχή ένταση, αλλά και περήφανοι, γιατί κανείς όλες αυτές τις μέρες δε σκέφτηκε να λυγίσει ούτε που λιποψύχισε. Όλοι με το κεφάλι ψηλά έπεφταν στις αγκαλιές των δικών τους, που ξενυχτούσαν από έξω. Μωρομάνες που άφησαν αβύζαχτα μωρά, άνδρες που εγκατέλειψαν στην τύχη τις οικογένειές τους έσμιγαν και φιλιόντουσαν. Το κέρδισμα της μάχης που έδωσαν για δουλειά και ψωμί, τους έκανε να ξεχάσουν για λίγο το μαρτύριο που πέρασαν όλες εκείνες τις εφιαλτικές μέρες». [Γιώργος Πέγιος, Από την ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος της Καβάλας (1922-1953), έκδ. ΟΑΕΔ, Αθήνα 1984, σελ. 79-80]

Ο καπνεργάτης Χρ. Αλτικουλάκης «ξαναζεί» τις στιγμές: «Όλη η Καβάλα στο πόδι. Εφτά μέρες κλεισμένοι μέσα. Τα παράθυρα ανοιχτά και φωνάζαμε εκεί. Πεινούσαμε. Νερό δεν είχαμε. Από έξω γυρνούσαν οι περιπολίες, η αστυνομία, ο στρατός. Και μας απειλούσαν με δακρυγόνα αέρια... Θα σας κάψουμε, θα σας ρημάξουμε, θα σας ρίξουμε αέρια. Εμείς τίποτα. Τι οργάνωση του σωματείου τότες!» [από τις «Προφορικές Μαρτυρίες» του Δημοτικού Μουσείου Καβάλας, δημοσιευμένη και στο διαδίκτυο]

Οι διαδηλώσεις ήταν παλλαϊκές και απλώνονταν σ’ όλη την πόλη. Ενδεικτική η ακόλουθη δημοσιογραφική περιγραφή: «Εις τας κλειστάς αποθήκας των εταιρειών Ολλανδικής, Γκλεν και Έρμαν Σπήρερ συνέρευσε πλήθος εργατών την ώραν της πρωινής εισόδου... Η διαδήλωσις, συνενωθείσα και μετ’ άλλων κατελθουσών από της πλατείας Ποταμουδίων ομάδων καπνεργατών, κατήλθεν εις τα 7:30 π.μ. ογκώδης και επιβλητική της οδού Ομονοίας... Παρά τας επανειλημμένας κατ’ αυτής επιθέσεις του στρατού και της χωροφυλακής, βοηθουμένων και υπό της αντλίας (νερού), κατώρθωσε να φθάση συμπαγής και ακεραία μέχρι της πλατείας Νικοτσάρα, καθ’ όσον καθ’ όλην την διαδρομήν της κατήρχοντο συνεχώς διά των παρόδων εις ενίσχυσίν της τμήματα εργατών εκ των συνοικιών. Εις την πλατείαν Νικοτσάρα η εκεί φρουρούσα διμοιρία πεζικού επετέθη διά των υποκοπάνων κατά των διαδηλωτών. Παρά ταύτα τμήμα αυτών κατώρθωσε να φθάση και μέχρι της Νομαρχίας, ένθα συνενώθη μετά κατελθόντων εκ της Παναγίας εργατών, τμήμα δε αυτών έφθασε διά της οδού Κουντουριώτου εις τα Ψαράδικα...». [«Κήρυξ», 25 Ιουλ.]

Ο συνεχής εγκλεισμός στα ανθυγιεινά σαλόνια των αποθηκών (περιορισμένος χώρος, ζέστη, νικοτίνη κ.ά.) και φυσικά η έλλειψη τροφής και νερού δημιουργούσαν προβλήματα υγιεινής. Ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Γ. Βασιλικός και ο αντιπρόεδρος Μ. Λολίδης επισκέφτηκαν τον εισαγγελέα Σπηλιώτη (με εντολή του είχε επιβληθεί το “σκληρόν και απάνθρωπον μέτρον” της απαγόρευσης νερού και ψωμιού) και του κατέστησαν σαφή την κατάσταση. Σε τηλεγράφημα του Ιατρικού Συλλόγου προς τον πρωθυπουργό τονίζεται ο σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία, «λόγω περιορισμού εν καπναποθήκαις χιλιάδων καπνεργατών υπό συνθήκας ευνοούσας έκρηξιν επιδημιών απεριορίστου εκτάσεως». [«Κήρυξ», 26 Ιουλ.]
Σε ανταπόκριση του Ν. Αξαρλή αναφέρεται: «Η υγεία των καπνεργατών εκλονίσθη επικινδύνως και οι διάφοροι αίθουσαι των καπνεργαστασίων παρουσιάζουν όψιν νοσοκομείου. Εις πολλούς καπνεργάτας και καπνεργατρίας εσημειώθησαν συμπτώματα δηλητηριάσεως εκ της πνιγηράς ατμοσφαίρας, της κακής διαίτης και του κακού αερισμού. Ο ιατρός κ. Παπαϊωάννου, όστις εξήτασε τους ασθενείς, με διαβεβαίωσεν ότι αν εξακολουθήση η κατάστασις επί διήμερον εισέτι, θα σημειωθούν και θάνατοι. [«Μακεδονία», 25 Ιουλ.]
Κατά την απουσία του εισαγγελέα, ο εισαγγελεύων Νάνος μετέβη επί τόπου, είδε την κατάσταση και διέταξε την παροχή νερού στους έγκλειστους. «Εκομίσθησαν πάραυτα βυτία πλήρη ύδατος και ήρχισε η εκ των παραθύρων διά τενεκέδων προσδεδεμένων εις σχοινιά ύδρευσις των εγκλείστων καπνεργατών. Και ήτο πράγματο συγκινητικόν να βλέπη κανείς με πόσην λαχτάραν ανέσυραν οι διψασμένοι αυτοί άνθρωποι με τα σχοινιά από τα παράθυρα τους γεμάτους νερό τενεκέδες». [«Ταχυδρόμος», 23 Ιουλ.] Σημειωτέον ότι ο διαβόητος για τη σκληρότητά του εισαγγελέας Σπηλιώτης επανέφερε το μέτρο της απαγόρευσης. 



Το Πρωτόκολλο που υπογράφηκε έχει ως εξής:
"Σήμερον την 25ην Ιουλίου 1933 κατόπιν προσκλήσεως του Υπουργού Γενικού Διοικητού Θράκης κ. Μ. Μαντά συνήλθον εις την αίθουσαν του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου τα κάτωθι Σωματεία και Οργανώσεις: Εμπορικόν και Βιομηχανικόν Επιμελητήριον, Ομοσπονδία Επαγγελματιών, Σωματεία: Καπνεργατών Άμυνα, Πρόοδος, Φοίνιξ, Υποστήριξις και Αγάπη, συζητήσαντα επί των καπνεργατικών αιτημάτων των υποβληθέντων δια ψηφίσματος του Σωματείου Καπνεργατών η Άμυνα και υπό των λοιπών διατυπωθέντων προφορικώς αιτημάτων, και κατόπιν της υπό του Υπουργού Γενικού Διοικητού Θράκης κ. Μ. Μαντά προς την σύσκεψιν δηλώσεως του ότι εξουσιοδοτημένος παρά του Προέδρου της Κυβερνήσεως αναλαμβάνει την υποχρέωσιν όπως η κυβέρνησις λύση νομοθετικώς κατά την τρέχουσαν σύνοδον της Βουλής, ως ακολούθως τα κάτωθι αιτήματα, ήτοι εντός 25 ημερών από σήμερον.
1) Την είσοδον των ανδρών εις την επεξεργασίαν της τόγκας κατ' αναλογίαν τουλάχιστον πεντήκοντα τοίς εκατόν (50%) άνδρας και 50% γυναίκας και με κατώτερον όριον ημερομισθίου τόγκας εξήκοντα πέντε (65) δραχμάς.
2) Την ρύθμισιν του καπνεργατικού ημερομισθίου επεξεργασίας μπασμά, πασί μπαγλή βάσει του τιμαρίθμου της ζωής και των αναγκών της ζωής των καπνεργατών.
3) Την ενίσχυσιν του Τ.Α.Κ. ώστε να εκπληρώση όλας τας υπό του Κανονισμού του προβλεπόμενος υποχρεώσεις δια την χορήγησιν επιδομάτων ανεργίας γενικώς εις τους ανέργους προς βελτίωσιν πραγματικήν της θέσεως των καθ' όλον τον χρόνον της ανεργίας καθοριζομένου ως κατωτάτου ορίου των δύο πέμπτων (2/5) του ημερομισθίου.
4) Την πιστήν εφαρμογήν του νόμου περί οκταώρου εργασίας δια της αυστηρής τιμωρίας των παραβατών και
5) Τα λοιπά γενικά ζητήματα τα αναφερόμενα εις το ψήφισμα ήτοι βελτίωσις της φαρμακευτικής, νοσοκομειακής, σανατοριακής περιθάλψεως εις όλους τους καπνεργάτας και καπνεργατρίας ανεξαρτήτως πραγματοποιηθέντων παρ' αυτών ημερομισθίων, ως και η χορήγησις αμνηστείας άνευ όρων, επαφίεται, κατόπιν εμμονής του ΤΑ.Κ. επί του ζητήματος τούτου, να λυθώσι μεταξύ Κυβερνήσεως - Κ.Ο.Ε. και Ενωτικής Γενικής Συνομοσπονδίας εργατών της Ελλάδος. […]

* Στην ιστορική έρευνα και στη σύνταξη του κειμένου συνεργάστηκα με την Μαρία Παπανικολάου - Λυκουρίνου. Το κείμενο με αρκετές διαφορές και υπό τον τίτλο: "Η εξέγερση του 1933 - Οι άνδρες στην τόγκα" είχε πρωτοδημοσιευτεί από την Μαρία Παπανικολάου - Λυκουρίνου στη "Μνήμη" του Συλλόγου Μικρασιατών Καβάλας, φ. 14, Ιαν. 2014, σελ. 14-15. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου